- συρίγγωση
- [-ις (-εως)] η мед. образование свища, фистулы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συρίγγωση — η / συρίγγωσις, ώσεως, ΝΑ [συριγγῶ, οῦμαι] ιατρ. ο σχηματισμός συριγγίου και, κυρίως, η μετατροπή τραύματος ή άλλης πληγής σε συρίγγιο … Dictionary of Greek